Ένας μεγάλος κλαριτζής ο Γιάννης Βασιλόπουλος ξεκίνησε για το στερνό του το ταξίδι. Τα βιώματα που έχουμε εμείς οι Αγρινιώτες από το όργανο που λέγεται κλαρίνο, το γνήσιο το γύφτικο κλαρίνο, και μάλιστα στα χέρια τέτοιων βιρτουόζων σαν το Βασιλόπουλο είναι αξεπέραστα. Γιατί έτσι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε και το νανούρισμά μας ήταν ο σκοπός του. Μ’ ένα διήγημά μου κερί στη μνήμη του εγώ ανάβω απόψε.
Ε! ΡΕ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΕ.
Άκουγε φέτος το μαρς απ’ το κλαρίνο και δάγκωνε τα χέρια του. Είχε ορκιστεί να μην....
ξαναπατήσει στο Πανηγύρι. Πανάθεμα, πώς το καταντήσανε. Ποιός; Αυτός που ο χορός ήταν η ζωή του, που τον είχε στο αίμα του από τα γεννοφάσκια του.
Κι όσο το κλαρίνο του Βασιλόπουλου στρούφιζε με τα τσαλίμια και τα τσακίσματά του το τσάμικο, τόσο πνίγονταν στον ιδρώτα και στην αγωνία. Λίγο ακόμα να μπήξει τις φωνές.
Αντίκρυ του η κυρά τον έβλεπε και τον λυπόταν. Τάπωνε κι αυτή τ' αυτιά της. Και πού να κλείσεις τζαμόπορτα.
Ντάλα Αύγουστος. Κατακαλόκαιρο. Και δώστου του ’βαζε κρασί μπας και τον πάρει ο ύπνος και λυτρωθεί. Πού όμως, μόνο το τσιγάρο το 'να πάνω στ' άλλο πάφ και πουφ και μάτι γαρίδα, άγριο, τσιμπλιασμένο.
Ε, ρε, τι τον βρήκε απόψε. Τέτοια τιμωρία δεν την περίμενε. Τι το ήθελε εκείνο το ξέσπασμα στο καφενείο κι εκείνον τον όρκο στα κόκκαλα
του πατέρα του ότι δεν ξαναπατάει στο πανηγύρι έτσι που το κατάντησαν και το ’καναν μοντέρνο λέει.
Μεγάλο κακό ετούτο απόψε. Ε, ρε Γιαννάκη Βασιλόπουλε εδώ πού βρέθηκες. Το ’χε στο αίμα τούτος το κλαρίνο. Απ' τα μικρά του, μόλις στάθηκε στα δυο του, δεν τρόμαζε όπως τ' άλλα μωρά. Τσίτωνε τ' αυτί του ν’ ακούσει το κλαρίνο και νάτος με το σκέρτσο στον πισινό χτύπησε τα πόδια πάνω στο τραπέζι και τα χέρια του παλαμάκια.
Τι ‘ναι τούτος Ορέ! Θάμαξαν όλοι. Τούτος θα γίνει χορευταράς καλύτερος κι απ' τον πατέρα του ..και δώστου του ’βαζαν μια στάλα μπίρα να βυζάξει με το δάχτυλό.
Στα πέντε του σειόταν και λυγιόταν με το σκοπό του κλαρίνου και στα
δεκαπέντε του δεν βρισκόταν δεύτερος να τον παραβγεί.
Στο συρτό και τον καλαματιανό σκέτο ελάφι. Και στον τσάμικο γινόταν αετός.
Πήδαε δυο μέτρα μ' ένα δυνατό ο-ο-ο-ο-οπ κι έκοβε το μαντήλι που τον κράταγε. Κι έπειτα τιναζόταν ψηλά και στεκόταν ακίνητος με τη
στερνή τη νότα του κλαρίνου. Ολάκερο το χρόνο συζητιόνταν ο χορός και τα τσαλίμια του στο χωριό. Τον παρακαλούσαν οι παρέες να καθίσει μαζί τους και να τα κεράσματα στο τραπέζι και τα λεφτά απάνω στο πατάρι.
Αυτή ήταν η ζωή του στο χωριό. Αργοκίνητο καράβι. Βάλε και τον παιδεμό του στα καπνοτόπια και τα μποστάνια. Να πάρει και να σηκώσει. Τούτο λοιπόν το πανηγύρι ήτανε όλο το χρονιάτικό τους. Τα όργανα, οι κλαριτζήδες και οι τραγουδιστάδες. Μισοί με τον Βασιλόπουλο κι άλλοι μισοί με τον Σαλέα.
Άλλα ωραία χρόνια όμως και άλλες εποχές!
-Τι με κοιτάς σα χαμένη ωρέ. Φώναξε.
Μπρός ,βάλε τα καλά σου και πάμε στο Γιάννη.
-Παλάβωσες χριστιανέ μου. Είπε Εκείνη.
Έλα στα σικγαλά σου.
-Άκουσες τι είπα.
Και πού ’σαι, θα ’ρθουν και τα παιδιά μαζί. Ο μεγάλος θα πάρει
φέτος τη θέση μου στο χορό . Άντε Αναγκάστε.
Κι έπιασε τον αγαπημένο του σκοπό.
Νεραντζούλα φουντωμένη που 'ναι τ' άνθη σου ....
-Παραγγελιά δικιά μου να πεις στο Γιάννη.
Τ' ακούς. Άιντε πάμε και του χρόνου.
Καστρινός.
http://agelkas.pblogs.gr/
Ε! ΡΕ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΕ.
Άκουγε φέτος το μαρς απ’ το κλαρίνο και δάγκωνε τα χέρια του. Είχε ορκιστεί να μην....
ξαναπατήσει στο Πανηγύρι. Πανάθεμα, πώς το καταντήσανε. Ποιός; Αυτός που ο χορός ήταν η ζωή του, που τον είχε στο αίμα του από τα γεννοφάσκια του.
Κι όσο το κλαρίνο του Βασιλόπουλου στρούφιζε με τα τσαλίμια και τα τσακίσματά του το τσάμικο, τόσο πνίγονταν στον ιδρώτα και στην αγωνία. Λίγο ακόμα να μπήξει τις φωνές.
Αντίκρυ του η κυρά τον έβλεπε και τον λυπόταν. Τάπωνε κι αυτή τ' αυτιά της. Και πού να κλείσεις τζαμόπορτα.
Ντάλα Αύγουστος. Κατακαλόκαιρο. Και δώστου του ’βαζε κρασί μπας και τον πάρει ο ύπνος και λυτρωθεί. Πού όμως, μόνο το τσιγάρο το 'να πάνω στ' άλλο πάφ και πουφ και μάτι γαρίδα, άγριο, τσιμπλιασμένο.
Ε, ρε, τι τον βρήκε απόψε. Τέτοια τιμωρία δεν την περίμενε. Τι το ήθελε εκείνο το ξέσπασμα στο καφενείο κι εκείνον τον όρκο στα κόκκαλα
του πατέρα του ότι δεν ξαναπατάει στο πανηγύρι έτσι που το κατάντησαν και το ’καναν μοντέρνο λέει.
Μεγάλο κακό ετούτο απόψε. Ε, ρε Γιαννάκη Βασιλόπουλε εδώ πού βρέθηκες. Το ’χε στο αίμα τούτος το κλαρίνο. Απ' τα μικρά του, μόλις στάθηκε στα δυο του, δεν τρόμαζε όπως τ' άλλα μωρά. Τσίτωνε τ' αυτί του ν’ ακούσει το κλαρίνο και νάτος με το σκέρτσο στον πισινό χτύπησε τα πόδια πάνω στο τραπέζι και τα χέρια του παλαμάκια.
Τι ‘ναι τούτος Ορέ! Θάμαξαν όλοι. Τούτος θα γίνει χορευταράς καλύτερος κι απ' τον πατέρα του ..και δώστου του ’βαζαν μια στάλα μπίρα να βυζάξει με το δάχτυλό.
Στα πέντε του σειόταν και λυγιόταν με το σκοπό του κλαρίνου και στα
δεκαπέντε του δεν βρισκόταν δεύτερος να τον παραβγεί.
Στο συρτό και τον καλαματιανό σκέτο ελάφι. Και στον τσάμικο γινόταν αετός.
Πήδαε δυο μέτρα μ' ένα δυνατό ο-ο-ο-ο-οπ κι έκοβε το μαντήλι που τον κράταγε. Κι έπειτα τιναζόταν ψηλά και στεκόταν ακίνητος με τη
στερνή τη νότα του κλαρίνου. Ολάκερο το χρόνο συζητιόνταν ο χορός και τα τσαλίμια του στο χωριό. Τον παρακαλούσαν οι παρέες να καθίσει μαζί τους και να τα κεράσματα στο τραπέζι και τα λεφτά απάνω στο πατάρι.
Αυτή ήταν η ζωή του στο χωριό. Αργοκίνητο καράβι. Βάλε και τον παιδεμό του στα καπνοτόπια και τα μποστάνια. Να πάρει και να σηκώσει. Τούτο λοιπόν το πανηγύρι ήτανε όλο το χρονιάτικό τους. Τα όργανα, οι κλαριτζήδες και οι τραγουδιστάδες. Μισοί με τον Βασιλόπουλο κι άλλοι μισοί με τον Σαλέα.
Άλλα ωραία χρόνια όμως και άλλες εποχές!
-Τι με κοιτάς σα χαμένη ωρέ. Φώναξε.
Μπρός ,βάλε τα καλά σου και πάμε στο Γιάννη.
-Παλάβωσες χριστιανέ μου. Είπε Εκείνη.
Έλα στα σικγαλά σου.
-Άκουσες τι είπα.
Και πού ’σαι, θα ’ρθουν και τα παιδιά μαζί. Ο μεγάλος θα πάρει
φέτος τη θέση μου στο χορό . Άντε Αναγκάστε.
Κι έπιασε τον αγαπημένο του σκοπό.
Νεραντζούλα φουντωμένη που 'ναι τ' άνθη σου ....
-Παραγγελιά δικιά μου να πεις στο Γιάννη.
Τ' ακούς. Άιντε πάμε και του χρόνου.
Καστρινός.
http://agelkas.pblogs.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου